κατοργιάσας

κατοργιάσας
κατοργιά̱σᾱς , κατοργιάζω
initiate in orgies
fut part act fem acc pl (doric)
κατοργιά̱σᾱς , κατοργιάζω
initiate in orgies
fut part act fem gen sg (doric)
κατοργιά̱σᾱς , κατοργιάζω
initiate in orgies
fut part act fem acc pl (doric)
κατοργιά̱σᾱς , κατοργιάζω
initiate in orgies
fut part act fem gen sg (doric)
κατοργιάσᾱς , κατοργιάζω
initiate in orgies
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
κατοργιάσᾱς , κατοργιάζω
initiate in orgies
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατοργιάζω — (Α) 1. μυώ κάποιον στα όργια ή τα μυστήρια τα σχετικά με τη λατρεία, καταρτίζω κάποιον στις τελετές τών μυστηρίων («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς καὶ ἱδρύσεσι κατοργιάσας καὶ καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”